Αόριστος β΄ Αρχαία Ελληνικά (θεωρία, ασκήσεις)
Πολλά
ρήματα σχηματίζουν τον ενεργητικό και μέσο αόριστο από το θέμα με τις καταλήξεις
του παρατατικού στην οριστική και του
αντίστοιχου ενεστώτα στις άλλες εγκλίσεις (καθώς και στο απαρέμφατο και τη
μετοχή). Ο αόριστος αυτός λέγεται (ενεργητικός ή μέσος) αόριστος δεύτερος.
Π.χ. βάλλω, ενεργ. αόρ. β΄ ἔ-βαλ-ον, ἔ-βαλ-ες, ἔ-βαλ-ε κτλ., μέσ. αόρ. β΄ ἐ-βαλ-όμην, (ἐ-βάλ-εσο =)
ἐ-βάλ-ου, ἐ-βάλ-ετο κτλ.
ρ. βάλλω (θ. βαλ-)
α)
Ενεργητικός αόριστος β΄
Οριστική
|
Υποτακτική
|
Ευκτική
|
Προστακτική
|
Απαρέμφατο
Μετοχή
|
ἔ-βαλ-ον
ἔ-βαλ-ες
ἔ-βαλ-ε
ἐ-βάλ-ομεν
ἐ-βάλ-ετε
ἔ-βαλ-ον
|
βάλ-ω
βάλ-ῃς
βάλ-ῃ
βάλ-ωμεν
βάλ-ητε
βάλ-ωσι(ν)
|
βάλ-οιμι
βάλ-οις
βάλ-οι
βάλ-οιμεν
βάλ-οιτε
βάλ-οιεν
|
—
βάλ-ε
βαλ-έτω
—
βάλ-ετε
βαλ-όντων
|
βαλ-εῖν
βαλ-ὼν
βαλ-οῦσα
βαλ-ὸν
|
Μέσος αόριστος β΄