Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Επίθετα γ΄ κλίσης (τριτόκλιτα) (θεωρία - ασκήσεις), Αρχαία ελληνικά

Επίθετα Γ κλίσης
Κλίση επιθέτων

 ΤΡΙΤΟΚΛΙΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ


 Τα τριτόκλιτα επίθετα διαιρούνται κατά το χαρακτήρα τους, όπως και τα ουσιαστικά, σε φωνηεντόληκτα και συμφωνόληκτα 

 Φωνηεντόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης

  Τρικατάληκτα (σε -ῠς, -ειᾰ, -ῠ)

                                   (θ. βαθυ-, βαθε-)                            (θ. θηλυ-, θηλε-)
Ενικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
βαθὺ-ς
βαθέ-ος
βαθεῖ
βαθὺ-ν
βαθὺ
βαθεῖα
βαθείας
βαθείᾳ
βαθεῖαν
βαθεῖα
βαθὺ
βαθέ-ος
βαθεῖ
βαθὺ
βαθὺ
θῆλυ-ς
θήλε-ος
θήλει
θῆλυ-ν
θῆλυ
θήλειᾰ
θηλείας
θηλείᾳ
θήλειᾰν
θήλειᾰ
θῆλυ
θήλε-ος
θήλει
θῆλυ
θῆλυ
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
βαθεῖς
βαθέ-ων
βαθέ-σι
βαθεῖς
βαθεῖς
βαθεῖαι
βαθειῶν
βαθείαις
βαθείας
βαθεῖαι
βαθέ-α
βαθέ-ων
βαθέ-σι
βαθέ-α
βαθέ-α
θήλεις
θηλέ-ων
θήλε-σι
θήλεις
θήλεις
θήλειαι
θηλειῶν
θηλείαις
θηλείας
θήλειαι
θήλε-α
θηλέ-ων
θήλε-σι
θήλε-α
θήλε-α
Παρατηρήσεις  
 Τα τριτόκλιτα επίθετα σε -υς,-εια, -υ:
1) στο αρσεν. (και στο ουδέτερο) είναι γενικώς οξύτονα: βαθύς, βαρύς, βραδύς, γλυκύς, δασύς, εὐθύς, εὐρύς, ἡδύς, θρασύς, ὀξύς, παχύς, ταχύς, τραχύς κ.ά.· βαρύτονα είναι μόνο το θῆλυς, θήλεια, θῆλυ και το ἥμισυς, ἡμίσεια, ἥμισυ (γεν. του ἡμίσεος, τῆς ἡμισείας, τοῦ ἡμίσεος κτλ.)·
2) παρουσιάζονται με δύο θέματα: το ένα σε -υ, από το οποίο σχηματίζονται η ονομαστ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του αρσεν. και του ουδετέρου, και το άλλο σε -ε, από το οποίο σχηματίζονται όλες οι άλλες πτώσεις·
3) συναιρούν το χαρακτήρα ε με το ακόλουθο ε ή ι σε ει· το ἥμισυς συναιρεί πολλές φορές και το ε+α στο τέλος του ουδετέρου σε -η: τὰ ἡμίσεα και τὰ ἡμίση.
4) την κλητ. του ενικού του αρσεν. τη σχηματίζουν χωρίς κατάληξη -ς (ὦ βαθύ, ὦ ταχύ, ὦ θῆλυ, ὦ ἥμισυ) και την αιτιατ. του πληθ. όμοια με την ονομαστική (τοὺς βαθεῖς, τοὺς ταχεῖς· τοὺς πήχεις).
5) το θηλυκό το σχηματίζουν με την κατάληξη -jα: βαθέ-jα, όπου το ε+j συναιρείται σε -ει: βαθεῖα.


  Συμφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης

I. Αφωνόληκτα

α) Τρικατάληκτα
 1. Σε -ας, -ασα, -αν
(θ. παντ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
πᾶς
παντ-ὸς
παντ-ὶ
πάντ-α
πᾶς
πᾶσα
πάσης
πάσῃ
πᾶσαν
πᾶσα
πᾶν
παντ-ὸς
παντ-ὶ
πᾶν
πᾶν
πάντ-ες
πάντ-ων
πᾶσι
πάντ-ας
πάντ-ες
πᾶσαι
πασῶν
πάσαις
πάσας
πᾶσαι
πάντ-α
πάντ-ων
πᾶσι
πάντ-α
πάντ-α

Όμοια κλίνονται: ἅπας, ἅπασα, ἅπαν· σύμπας, σύμπασα, σύμπαν· ἁπαξάπας, ἁπαξάπασα, ἁπαξάπαν.

2. Σε -εις, -εσσα, -εν
(θ. χαριεντ-, χαριετ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
χαρίεις
χαρίεντ-ος
χαρίεντ-ι
χαρίεντ-α
χαρίεν
χαρίεσσα
χαριέσσης
χαριέσσῃ
χαρίεσσαν
χαρίεσσα
χαρίεν
χαρίεντ-ος
χαρίεντ-ι
χαρίεν
χαρίεν
χαρίεντ-ες
χαριέντ-ων
χαρίεσι
χαρίεντ-ας
χαρίεντ-ες
χαρίεσσαι
χαριεσσῶν
χαριέσσαις
χαριέσσας
χαρίεσσαι
χαρίεντ-α
χαριέντ-ων
χαρίεσι
χαρίεντ-α
χαρίεντ-α



3 Σε -ων, -ουσα, -ον
(θ. ἀκοντ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
ἄκων
ἄκοντ-ος
ἄκοντ-ι
ἄκοντ-α
ἆκον
ἄκουσα
ἀκούσης
ἀκούσῃ
ἄκουσαν
ἄκουσα
ἆκον
ἄκοντ-ος
ἄκοντ-ι
ἆκον
ἆκον
ἄκοντ-ες
ἀκόντ-ων
ἄκουσι
ἄκοντ-ας
ἄκοντ-ες
ἄκουσαι
ἀκουσῶν
ἀκούσαις
ἀκούσας
ἄκουσαι
ἄκοντ-α
ἀκόντ-ων
ἄκουσι
ἄκοντ-α
ἄκοντ-α

Κατά το ἄκων (= μη θέλοντας, ακούσιος) κλίνεται και το ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν (= θέλοντας, εκούσιος), γεν. ἑκόντ-ος, ἑκούσης, ἑκόντ-ος κτλ.

β) Δικατάληκτα
 Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης είναι δικατάληκτα με τρία γένη. Αυτά είναι σύνθετα με β΄ συνθετικό ουσιαστικό τριτόκλιτο αφωνόληκτο (χάρις, ἐλπίς, πούς, ὀδούς κ.ά) και κλίνονται συνήθως όπως το β΄ συνθετικό τους:
1) ὁ, ἡ εὔχαρις, τὸ εὔχαρι· γεν. εὐχάριτ-ος· δοτ. εὐχάριτ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔχαρι-ν, τὸ εΰχαρι — οἱ, αἱ εὐχάριτ-ες, τὰ εὐχάριτ-α· γεν. τῶν εὐχαρίτ-ων· δοτ. εὐχάρι-σι κτλ.·
2) ὁ, ἡ εὔελπις, τὸ εὔελπι· γεν. εὐέλπιδ-ος· δοτ. εὐέλπιδ-ι· αιτ. τόν, τὴν εὔελπι-ν, τὸ εὔελπι· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ εὔελπις, ουδ. ὦ εὔελπι· οἱ, αἱ εὐέλπιδ-ες, τὰ εὐέλπιδ-α· γεν. τῶν εὐελπίδ-ων, δοτ. τοῖς εὐέλπι-σι κτλ.·
3) ὁ, ἡ δίπους, τὸ δίπουν· γεν. δίποδ-ος· δοτ. δίποδ-ι· αιτ. τόν, τὴν δίποδ-α (και δίπουν), τὸ δίπουν· κλ. αρσ. και θηλ. ὦ δίπους, ουδ. ὦ δίπου· οἱ, αἱ δίποδες, τὰ δίποδ-α· γεν. τῶν διπόδ-ων· δοτ. δίποσι κτλ.·
4) ὁ, ἡ μονόδους, τὸ μονόδουν· γεν. μονόδοντ-ος· δοτ. μονόδοντ-ι· αιτ. τόν, τὴν μονόδοντ-α, τὸ μονόδουν κτλ. — οἱ, αἱ μονόδοντ-ες, τὰ μονόδοντ-α· γεν. τῶν μονοδόντ-ων· δοτ. μονόδουσι κτλ.
Όμοια κλίνονται: ἄχαρις, ἄπελπις, φέρελπις, ἄπους, μονόπους, τρίπους κτλ.

γ) Μονοκατάληκτα (με δύο γένη)
 Μερικά αφωνόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης, απλά ή σύνθετα, είναι μονοκατάληκτα με δύο γένη. Αυτά κλίνονται όπως τα αντίστοιχα ουσιαστικά της γ΄ κλίσης:
ὁ, ἡ βλάξ, γεν. βλακ-ὸς κτλ.· ὁ, ἡ κόλαξ, γεν. κόλακ-ος κτλ.· ὁ, ἡ ἅρπαξ, γεν. ἅρπαγ-ος κτλ.·ὁ, ἡ μιγάς, γεν. μιγάδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ φυγάς, γεν. φυγάδ-ος κτλ.·ὁ, ἡ ἄπαις, γεν. ἄπαιδ-ος κτλ.· ὁ, ἡ πένης, γεν. πένητ-ος κτλ.· κτλ.).


Ενρινόληκτα και υγρόληκτα

 α) Τρικατάληκτα
(θ. μελαν-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
μέλας
μέλαν-ος
μέλαν-ι
μέλαν-α
μέλαν
μέλαινα
μελαίνης
μελαίνῃ
μέλαιναν
μέλαινα
μέλαν
μέλαν-ος
μέλαν-ι
μέλαν
μέλαν
μέλαν-ες
μελάν-ων
μέλα-σι
μέλαν-ας
μέλαν-ες
μέλαιναι
μελαινῶν
μελαίναις
μελαίνας
μέλαιναι
μέλαν-α
μελάν-ων
μέλα-σι
μέλαν-α
μέλαν-α

Όμοια κλίνεται και το επίθετο ὁ τάλας, ἡ τάλαινα, τὸ τάλαν (γεν. τοῦ τάλαν-ος, τῆς ταλαίνης, τοῦ τάλαν-ος κτλ.).

Παρατηρήσεις
 Σε όλα τα τριτόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα το θηλυκό:
1) λήγει σε  βραχύχρονο: βαθύς, βαθεῖα· πᾶς, πᾶσα· ἑκών, ἑκοῦσα· μέλας, μέλαινᾰ·
2) στη γεν. του πληθ. τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα: τῶν βαθειῶν, πασῶν, ἑκουσῶν, μελαινῶν .

 β) Δικατάληκτα
(θ. εὐδαιμον-)
Ενικός αριθμός

τοῦ
τῷ
τὸν
τῆς
τῇ
τὴν
εὐδαίμων
εὐδαίμον-ος
εὐδαίμον-ι
εὐδαίμον-α
εὔδαιμον
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
(ὦ)
εὔδαιμον
εὐδαίμον-ος
εὐδαίμον-ι
εὔδαιμον
εὔδαιμον
(ὦ)

Πληθυντικός αριθμός

οἱ
αἱ
εὐδαίμον-ες
εὐδαιμόν-ων
εὐδαίμο-σι
εὐδαίμον-ας
εὐδαίμον-ες
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
εὐδαίμον-α
εὐδαιμόν-ων
εὐδαίμο-σι
εὐδαίμον-α
εὐδαίμον-α
τῶν
τοῖς
ταῖς
τοὺς
τὰς
(ὦ)

 (θ. σωφρον-)
Ενικός αριθμός
ον.
σώφρων
σώφρον-ος
σώφρον-ι
σώφρον-α
σῶφρον
τὸ
σῶφρον
σώφρον-ος
σώφρον-ι
σῶφρον
σῶφρον
γεν.
τοῦ
τῆς
τοῦ
δοτ.
τῷ
τῇ
τῷ
αιτ.
τὸν
τὴν
τὸ
κλ.
(ὦ)
(ὦ)

Πληθυντικός αριθμός
ον.
οἱ
αἱ
σώφρον-ες
σωφρόν-ων
σώφρο-σι
σώφρον-ας
σώφρον-ες
τὰ
σώφρον-α
σωφρόν-ων
σώφρο-σι
σώφρον-α
σώφρον-α
γεν.
τῶν
τῶν
δοτ.
τοῖς
ταῖς
τοῖς
αιτ.
τοὺς
τὰς
τὰ
κλ.
(ὦ)
(ὦ)

Όμοια κλίνονται τα επίθετα 
1)σε-ων,-ον(γεν.ονος): ή κακοδαίμων, τὸ κακόδαιμον·  ἀγνώμωντό ἄγνωμον·  εὐσχήμωντὸ εὔσχημον·  μεγαλοπράγμωντὸ μεγαλόπραγμον·  ἐλεήμωντὸ ἐλεῆμον·  μνήμωντὸ μνῆμον·  ἄφρωντὸ ἄφρον·  μεγαλόφρωντὸ μεγαλόφρον κ.ά 
2) σε -ην, -εν (γεν-ενος):  ἄρρηντὸ ἄρρεν (γενἄρρενοςδοτἄρρενιαιττὸντὴν ἄρρενατὸ ἄρρενκλ ἄρρεν και για τα τρία γένη· οἱαἱ ἄρρενεςτὰ ἄρρενα, γεντῶν ἀρρένων, δοττοῖςταῖς ἄρρεσι, αιττοὺςτὰς ἄρρενας, τὰ ἄρρενα, κλ ἄρρενες ἄρρενα
3) σε -ωρ, -ορ (γεν. -ορος):  ἀπάτωρτὸ ἀπάτορ (γενἀπάτοροςδοτἀπάτοριαιττὸντὴν ἀπάτορατὸ ἀπάτορκλ ἀπάτορ και για τα τρία γένη· οἱαἱ ἀπάτορες, γεντῶν ἀπατόρων, δοτἀπάτορσι, αιττούςτὰς ἀπάτοραςτὰ ἀπάτορα, κλ ἀπάτορες ἀπάτορα)· έτσι και  ἀμήτωρτὸ ἀμῆτορ κ.ά.

Παρατηρήσεις
 Τα δικατάληκτα ενρινόληκτα και υγρόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης:
1) έχουν αρχικό θέμα σε -ον, -εν, -ορ (εὐδαιμον-, ἀρρεν-, ἀπατορ-), αλλά στην ονομ. του ενικού του αρσεν. και θηλ. δεν παίρνουν κατάληξη και το βραχύχρονο φωνήεν που είναι πριν από το χαρακτήρα το εκτείνουν σε μακρόχρονο, το ο σε ω και το ε σε η: (εὐδαιμον-) εὐδαίμων, (ἀρρεν-) ἄρρην, (ἀπατορ-) ἀπάτωρ·
2) έχουν την κλητ. του ενικού όμοια με το αρχικό θέμα: ὦ ἐλεῆμον, ὦ ἄρρεν, ὦ ἀπάτορ .
3) όταν είναι σύνθετα σε -ων (γεν. -ονος) κανονικά στην κλητ. του ενικού του αρσεν. και του θηλ. και στην ονομ., αιτιατ. και κλητ. του ενικού του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο, όχι όμως πιο πάνω από την τελευταία συλλαβή του α΄ συνθετικού: εὐδαίμων, ὦ εὔδαιμον – τὸ εὔδαιμον· εὐγνώμων, ὦ εὔγνωμον – τὸ εὔγνωμον· μεγαλοπράγμων, ὦ μεγαλόπραγμον – τὸ μεγαλόπραγμον (αλλά: μεγαλόφρων, ὦ μεγαλόφρον – τὸ μεγαλόφρον· επίσης και ἀμνήμων, ὦ άμνῆμον – τὸ ἀμνῆμον κ.ά.).



Σιγμόληκτα δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες)
                                                   (θ. ἀληθεσ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
ὁ ἡ
τοῦ τῆς
τῷ τῇ
τὸν τὴν
(ὦ)
ἀληθὴς
ἀληθοῦς
ἀληθεῖ
ἀληθῆ
ἀληθὲς
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
(ὦ)
ἀληθὲς
ἀληθοῦς
ἀληθεῖ
ἀληθὲς
ἀληθὲς
οἱ αἱ
τῶν
τοῖς ταῖς
τοὺς τὰς
(ὦ)
ἀληθεῖς
ἀληθῶν
ἀληθέσι
ἀληθεῖς
ἀληθεῖς
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
ἀληθῆ
ἀληθῶν
ἀληθέσι
ἀληθῆ
ἀληθῆ

(θ. πληρεσ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
.
ὁ ἡ
τοῦ τῆς
τῷ τῇ
τὸν τὴν
(ὦ)
πλήρης
πλήρους
πλήρει
πλήρη
πλῆρες
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
(ὦ)
πλῆρες
πλήρους
πλήρει
πλῆρες
πλῆρες
οἱ αἱ
τῶν
τοῖς ταῖς
τοὺς τὰς
(ὦ)
πλήρεις
πλήρων
πλήρεσι
πλήρεις
πλήρεις
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
πλήρη
πλήρων
πλήρεσι
πλήρη
πλήρη


(θ. συνηθεσ-)
Ενικός αριθμός
Πληθυντικός αριθμός
ον.
γεν.
δοτ.
αιτ.
κλ.
ὁ ἡ
τοῦ τῆς
τῷ τῇ
τὸν τὴν
(ὦ)
συνήθης
συνήθους
συνήθει
συνήθη
σύνηθες
τὸ
τοῦ
τῷ
τὸ
(ὦ)
σύνηθες
συνήθους
συνήθει
σύνηθες
σύνηθες
οἱ αἱ
τῶν
τοῖς ταῖς
τοὺς τὰς
(ὦ)
συνήθεις
συνήθων
συνήθεσι
συνήθεις
συνήθεις
τὰ
τῶν
τοῖς
τὰ
(ὦ)
συνήθη
συνήθων
συνήθεσι
συνήθη
συνήθη


Κατά το ἀληθὴς κλίνονται πολλά οξύτονα: ἀγενής, ἀκριβής, ἀσεβής, ἀσθενής, ἀμελής, ἀτυχής, δυστυχής, ἐπιμελής, εὐγενής, εὐσεβής, εὐτυχής, σαφής, ψευδής κ.ά. 
Κατά το πλήρης κλίνονται επίθετα: σε -ήρης: ὁ, ἡ μονήρης, τὸ μονῆρες· ὁ, ἡ ξιφήρης, τὸ ξιφῆρες· ὁ, ἡ ποδήρης, τὸ ποδῆρες κ.ά. —  σε -ώδης: ὁ, ἡ δυσώδης, τὸ δυσῶδες· ὁ, ἡ εὐώδης, τό εὐῶδες — σε -ώλης: ὁ, ἡ ἐξώλης, τὸ ἐξῶλες (= εντελώς χαμένος)· ὁ, ἡ προώλης, τὸ προῶλες (= από πριν χαμένος, άξιος να χαθεί πριν από την ώρα του)· ὁ, ἡ πανώλης, τὸ πανῶλες (= εντελώς χαμένος· και με ενεργ. σημ.: αυτός που καταστρέφει τα πάντα) κ.ά.
Κατά το συνήθης κλίνονται επίθετα: σε -ήθης: ὁ, ἡ εὐήθης, τὸ εὔηθες (= αγαθός, απλοϊκός, ανόητος)· ὁ, ἡ χρηστοήθης, τὸ χρηστόηθες κ.ά. —  σε -έθης: ὁ, ἡ εὐμεγέθης, τό εὐμέγεθες· ὁ, ἡ παμμεγέθης, τὸ παμμέγεθες κ.ά. Επίσης τα επίθετα ὁ, ἡ αὐθάδης, τὸ αὔθαδες· ὁ, ἡ αὐτάρκης, τὸ αὔταρκες κ.ά.

Παρατηρήσεις
 Τα σιγμόληκτα επίθετα της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες έχουν θέμα σε –εσ-.
Στα επίθετα αυτά:
1) η ενική ονομαστική του αρσενικού και του θηλ. σχηματίζεται χωρίς κατάληξη, αλλά το βραχύχρονο φων. ε που είναι πριν από το χαρακτήρα εκτείνεται σε η: θ. ἀληθεσ- = ὁ, ἡ ἀληθής· θ. συνηθεσ- = ὁ, ἡ συνήθης· θ. πληρεσ- = ὁ, ἡ πλήρης· όλες οι άλλες πτώσεις και των τριών γενών σχηματίζονται από το θέμα σε -εσ-, αλλά ο χαρακτ. σ ανάμεσα στα δύο φωνήεντα αποβάλλεται, και τα δύο αυτά φωνήεντα συναιρούνται (θ. ἀληθεσ-: ἀληθέσ-ος, ἀληθέ-ος = ἀληθοῦς· θ. συνηθεσ-: συνήθεσ-α συνήθε-α = συνήθη κτλ.
2) η ενική κλητική του αρσενικού και του θηλυκού και η ενική ονομαστική, αιτ. και κλητ. του ουδετέρου είναι όμοιες με το θέμα (χωρίς κατάληξη): ὦ ἐπιμελές, τὸ ἐπιμελές·
3) η δοτ. του πληθ. σχηματίζεται με απλοποίηση των δύο σ: τοῖς ἀληθέσ-σι - ἀληθέσι 

 Τα βαρύτονα σιγμόληκτα επίθ. της γ΄ κλίσης σε -ης, -ες:

1) στην ενική κλητ. του αρσενικού και του θηλ. και στην ενική ονομαστ., αιτιατική και κλητ. του ουδετέρου ανεβάζουν τον τόνο (αν είναι υπερδισύλλαβα): ὁ, ἡ συνήθης, ὦ σύνηθες – τὸ σύνηθες· ὁ, ἡ αὐθάδης, ὦ αὔθαδες – τὸ αὔθαδες· όσα όμως λήγουν σε -ώδης, -ώλης, -ήρης: ὁ, ἡ εὐώδης, ὦ εὐῶδες – τὸ εὐῶδες· ὁ, ἡ ἐξώλης, ὦ ἐξῶλες – τὸ έξῶλες· ὁ, ἡ ποδήρης, ὦ ποδῆρες – τὸ ποδῆρες·
2) στη γεν. του πληθ. τονίζονται στην παραλήγουσα από αναλογία πρός τη γεν. του ενικού: τῶν συνηθέσ-ων, συνηθέ-ων = συνήθων (όπως τοῦ συνήθους 

1) Να κλίνεις τα επίθετα:

εὐθύς --εῖα -




















 ἅπας, ἅπασα, ἅπαν 

















ὁ ἡ ἐλεήμων, τὸ ἐλεῆμον


















ἀγενής   -ές
















εὐδαίμων-ον



















2) Συμπλήρωσε τον πίνακα με τους τύπους των επιθέτων που ζητούνται:

επίθετο



εὐρύς -εῖα -

 ἅπας, ἅπασα, ἅπαν

 ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν 

ὁ, ἡ ἄρρην, τὸ ἄρρεν  

 ὁ, ἡ     ἀσεβής -ές


Ονομαστική πληθ (αρσ)


Ονομαστική πληθ (θηλ)


Γενική ενικού (ουδ)


Γενική ενικού (θηλ)


Γενική ενικού (αρσ)




3) Γράψε τα επίθετα στον τύπο που ζητείται στην παρένθεση


ψευδής, εὐδαίμων

(γεν. εν. και πληθ. θηλ.)

(αιτ. εν. και πληθ. ουδ.)  

 

ἀληθής, σώφρων

(δοτ. εν. και πληθ. αρσ.)

(ονομ. εν. και πληθ. ουδ.)  

  

συνήθης, ἐλεήμων

(γεν. εν. και πληθ. ουδ.)

(αιτ. εν. και πληθ. αρσ.)  

 

4) Συμπλήρωσε τον κατάλληλο τύπο του επιθέτου που δίνεται στην παρένθεση και μετά μετάφερέ τα στον άλλο αριθμό.

                                         

(εὐγενής) __________    γείτονα


      πχ                           τόν εὐγεν γείτονα                       τούς εὐγενεῖς         γείτονας


(ἀτυχής) __________     ἄνθρωπε

(ἐπιμελής) __________    νεανίαις

(ψευδής) __________      μῦθοι

 

(κακοδαίμων) __________   ἀνδρός

(ἀγνώμων) __________      σύμμαχε

(μεγαλόφρων) __________    ἡγεμόνων

(ἄφρων) __________     στρατηγοῖς

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου