Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκος Καζαντζάκης,
Φύλλο εργασίας
1) Δες το βίντεο για τον Ν Καζαντζάκη
https://www.youtube.com/watch?v=2y1QHpmystk
https://www.youtube.com/watch?v=xn9aq7yL3DA
https://www.youtube.com/watch?v=vOeoRrhmuZw
2 )Να δώσετε τίτλο στις ενότητες του κειμένου:
- 1η ενότητα: «Τον πρωτογνώρισα………. Ξημέρωνε»
- 2η ενότητα: «Ότι απ όλα μου κανε………… Παναΐτ Ιστράτη»
- 3η ενότητα: «-Και τι έχεις στον μπόγο;…………………….μη μας κρυώσει.»
3) Λέξεις- φράσεις:
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριον μέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ . Καθοριστικό ρόλο για την καθιέρωσή του έπαιξαν οι κομπανίες από Μικρασιάτες μουσικούς που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.
Τι σημαίνει η έκφραση «βίος και πολιτεία»= λέγεται γενικά για πρόσωπα που έχουν ζήσει ή ζουν πολυπαθή και περιπετειώδη ζωή .
4) Ποια ήταν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του Αλέξη Ζορμπά;
5) Ποια από τα λόγια του ( στην αρχή της γνωριμίας) πιστεύεις πως θα έκαναν εντύπωση στον αφηγητή και γιατί;
6) Ποια παρατσούκλια είχε ο Αλέξης Ζορμπάς και τι δείχνουν αυτά για τον χαρακτήρα και το παρουσιαστικό του;
7) Που έγινε η πρώτη επαφή του Ζορμπά με το σαντούρι και πόσο τον επηρέασε;
8)Πως αντιμετώπιζε ο ήρωας την καθημερινότητα με τις υποχρεώσεις της; Πως το δικαιολογεί αυτό ο αφηγητής;
9) «Τι θα πει τέχνη, έρωτας της ομορφιάς, αγνότητα, πάθος – ο εργάτης ετούτος μού το ξεδιάλυνε με τα πιο απλά ανθρώπινα λόγια». Γιατί μπορεί ένας άνθρωπος μορφωμένος να μάθει το νόημα των εννοιών από τον αγράμματο Ζορμπά;
10)Να χαρακτηρίσεις τον Ζορμπά από το απόσπασμα. Ποιες διαφορές έχουν ο Ζορμπάς και ο συγγραφέας; Υπάρχουν κοινά σημεία σε αυτούς;
11)Να γράψεις συνώνυμα των παρακάτω λέξεων από το κείμενο :είχαν παχνιστεί , παραδάκια , τουρτούρισαν , ευδαιμονία.
12) α)Ποιος είναι ο αφηγητής στο απόσπασμα;
β) Ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ,για να μας γνωρίσει τον Ζορμπά;
γ) Να βρεις τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ,για να κάνει το κείμενο ενδιαφέρον και κατανοητό.
13) Γράψε στο τετράδιό σου τρεις φράσεις από το κείμενο που ξεχώρισες και να εξηγήσεις την επιλογή σου.
14 ) Μπορείς να μας πεις πως καταλαβαίνεις τον τίτλο του μυθιστορήματος και να δώσεις στη συνέχεια έναν δικό σου τίτλο στο απόσπασμα.
15). Να εντοπίσεις δύο αναδρομικές αφηγήσεις στο απόσπασμα και να εξηγήσεις τον λόγο για τον οποίο νομίζεις πως χρησιμοποιούνται.
16) Να εντοπίσεις: μία μεταφορά, ένα ασύνδετο σχήμα, μία αναδίπλωση και ένα χιαστό σχήμα.
17) Πώς πιστεύεις ότι κατέληξε η γνωριμία του αφηγητή με τον Ζορμπά; Πήγαν τελικά στην Κρήτη μαζί; Αν ναι, πώς φαντάζεσαι ότι εξελίχθηκε η περιπέτειά τους;
18) Το σαντούρι του Ζορμπά έχει ιδιαίτερη αξία για εκείνον. Έχεις στην κατοχή σου ένα αντικείμενο (οτιδήποτε κι αν είναι αυτό) που να είναι μοναδικό για σένα; Πώς το απέκτησες; Ποιες σκέψεις και συναισθήματα σου προκαλεί;
19) Διάβασε το παρακάτω απόσπασμα από το ¨αναφορά στον Γκρέκο¨ . Ποια χαρακτηριστικά του Ζορμπά εντυπωσιάζουν τον Καζαντζάκη;
- «Αν ήταν στη ζωή μου να διάλεγα ένα ψυχικό οδηγό, ένα Γκουρού, όπως λένε οι Ιντοί, ένα Γέροντα, όπως λένε οι καλόγεροι στο ‘Αγιον’Ορος, σίγουρα θα διάλεγα το Ζορμπά» …Γιατί αυτός είχε ό,τι χρειάζεται ένας καλαμαράς για να σωθεί: την πρωτόγονη ματιά που αδράχνει ψηλάθε σαϊτευτά τη θροφή της, τη δημιουργικιά, κάθε πρωί ανανεούμενη αφέλεια να βλέπει ακατάπαυτα για πρώτη φορά τα πάντα και να δίνει παρθενιά στα αιώνια καθημερινά στοιχεία -αγέρα, θάλασσα, φωτιά, γυναίκα, ψωμί, τη σιγουράδα του χεριού, τη δροσεράδα της καρδιάς, την παλικαριά να κοροϊδεύει την ίδια του την ψυχή, σα νά’χε μέσα του μια δύναμη ανώτερη από την ψυχή, και τέλος το άγριο γάργαρο γέλιο, από βαθιά πηγή, βαθύτερο από το σπλάχνο του ανθρώπου, που ανατινάζουνταν απολυτρωτικό στις κρίσιμες στιγμές από το γέρικο στήθος του Ζορμπά, ανατινάζουνταν και μπορούσε να γκρεμίσει -και γκρέμιζε- όλους τους φράχτες -ηθική, θρησκεία, πατρίδα- που άσκωσε γύρα του ο κακομοίρης ο φοβητσιάρης ο άνθρωπος, για να κουτσοπορέψει ασφαλισμένα τη ζωούλα του. ‘Οταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάκτηση. Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου ‘κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ’ ένα ακρογιάλι της Κρήτης όπου ζήσαμε έξη μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο μας πως ο πραχτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου, εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα. Εγώ σπάνια μιλούσα, τι να πει ένας «διανοούμενος» σ’ ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον ‘Ολυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την ‘Αγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο -και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόπωπό μου. Αν άκουγα τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα είχε πάρει αξία. θα ζούσα μ’ αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα, έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ’ αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας. Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ό,τι η ανώτατη παραφροσύνη -η ουσία της ζωής- μου φώναζε να κάμω, μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά. Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου. Ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ό,τι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη, αυτό ήταν μια αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, «για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες» έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό» (μ’ έλεγε αφεντικό και γελούσε) «εμείς αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς. -Ποιους, μωρέ Ζορμπά;» τον ρωτούσα. « Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»
- Γρήγορα είχαμε φάει ό,τι μου’ χε δώσει ο κακόμοιρος ο θειος μου, για ν’ ανοίξω, λέει, γραφείο, απολύσαμε τους εργάτες, ψήσαμε ένα αρνί, γεμίσαμε ένα βαρελάκι κρασί, στρωθήκαμε στο ακροθαλάσσι, όπου βρίσκουνταν τ’ ορυχείο, αρχίσαμε να τρώμε και να πίνουμε, πήρε ο Ζορμπάς το σαντούρι του, σήκωσε το γέρικο λαιμό, άρχισε τον αμανέ. Τρώγαμε, πίναμε, ποτέ δε θυμούμαι να’ χα τόσο κέφι, ο Θεός συχωρέσει την επιχείρηση, φωνάζαμε, ο Θεός συχωρέσει τη μακαρίτισσα, ζωή σε λόγου μας, πάει στο διάολο ο λιγνίτης. Τα ξημερώματα χωρίσαμε. Εγώ τράβηξα πάλι για τα χαρτιά και τα μελάνια, αγιάτρευτα λαβωμένος από την αιματωμένη σαΐτα που δεν ξέρουμε πως να την πούμε και τη λέμε πνεύμα. Αυτός πήρε καταβορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ’ ένα βουνό κοντά στα Σκόπια, όπου ξετόπωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι ν’ ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσονάτος, μιαν όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα, κι έκαμε κι ένα παιδί μαζί της. ‘Οπου μια μέρα έλαβα ένα τηλεγράφημα: «Εύρον πρασίνην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως. Ζορμπάς» ‘Ηταν η εποχή που ακούγουνταν οι πρώτες μακρινές βροντές της καταιγίδας που είχε κιόλα κινήσει καταπάνω στη γης. Ο παγκόσμιος πόλεμος. Εκατομμύρια άνθρωποι έτρεμαν, θωρώντας την πείνα, τη σφαγή, την παραφροσύνη νά’ ρχουνται. ‘Ολοι οι δαιμόνοι του ανθρώπου είχαν ξυπνήσει και διψούσαν για αίμα. Μέσα σε τέτοιες φαρμακερές μέρες έλαβα το τηλεγράφημα του Ζορμπά. Στην αρχή θύμωσα, ο κόσμος χάνεται, κιντυνεύει η ζωή κι η τιμή κι η ψυχή του ανθρώπου, κι ορίστε τώρα ένα τηλεγράφημα να κινήσεις, να κάμεις χίλια μίλια για να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα! Ανάθεμα είπα στην ομορφιά, γιατί ‘ναι άκαρδη και δεν νοιάζεται για τον πόνο του ανθρώπου. Μα ξαφνικά τρόμαξα, ο θυμός είχε κιόλας ξεθυμάνει κι ένιωθα με φρίκη πως η απάνθρωπη αυτή κραυγή του Ζορμπά αποκρίνουνταν σε άλλη απάνθρωπη μέσα μου κραυγή. ‘Ενα άγριο όρνιο μέσα μου τίναξε τα φτερά του να φύγει. ‘Ομως δεν έφυγα. δεν τόλμησα πάλι, δεν κίνησα να πάω, δεν ακολούθησα τη θεϊκιά θηριώδη μέσα μου κραυγή, δεν έκαμα μια γεναία παράλογη πράξη. Ακολούθησα την κρύα ανθρώπινη φωνή του λογικού, πήρα την πένα κι έγραψα του Ζορμπά και του εξηγούσα… Κι’ αυτός μου αποκρίθηκε: «Είσαι, και να με συμπαθάς, αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες κι εσύ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες. Μα το Θεό, κάθουμαι κάποτε, όταν δεν έχω δουλειά, και λέω με το νου μου: «Υπάρχει, δεν υπάρχει Κόλαση;» μα χτες που έλαβα το γράμμα σου, είπα: « Σίγουρα πρέπει να υπάρχει Κόλαση για μερικούς καλαμαράδες».
- ( αποσμάσματα από την ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου