Κυριακή 10 Απριλίου 2022

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Νίκος Καζαντζάκης, Λογοτεχνία Γ Γυμνασίου , ανάλυση

Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά

Νίκος Καζαντζάκης

Λογοτεχνία Γ Γυμνασίου

Ανάλυση


Φύλλο εργασίας του κειμένου:

https://filologosab.blogspot.com/2022/04/blog-post_17.html

Θέμα:

Η γνωριμία του αφηγητή με τον Αλέξη Ζορμπά και η ανάδειξη της συναισθηματικής σχέσης του Ζορμπά με το σαντούρι του.

Το περιεχόμενο του αποσπάσματος:

Ο αφηγητής συνάντησε το Ζορμπά σε ένα καφενεδάκι στον Πειραιά όπου περίμενε να ξημερώσει για να πάρει το καράβι για την Κρήτη. Τον είδε να κοιτάζει από το τζάμι της πόρτας να μπαίνει μέσα και χωρίς ενδοιασμούς να πλησιάζει και να του ζητά να τον πάρει μαζί του. Ο αφηγητής ξαφνιάστηκε από την ευθύτητα της συμπεριφοράς του και άνοιξε κουβέντα μαζί του. Ο Ζορμπάς του αποκάλυψε ότι κάνει όλες τις δουλειές, ότι έδειρε το αφεντικό του. Ο αφηγητής τον ρώτησε τι έχει στο μπόγο και με έκπληξη έμαθε ότι κουβαλούσε ένα σαντούρι. Το σαντούρι το απέκτησε όταν ήταν είκοσι χρονών, πήγε σε ένα δάσκαλο στη Θεσσαλονίκη και έμαθε να παίζει. Μίλησε για την οικογενειακή του ζωή, τις σκοτούρες του γάμου του. Ο αφηγητής ακούγοντας την ιστορία του Ζορμπά βεβαιώθηκε ότι αυτόν τον άνθρωπο ζητούσε από καιρό.

 Δομή του κειμένου:

 1η ενότητα: «Τον πρωτογνώρισα... Ξημέρωνε»: Η συνάντηση στο καφενείο του λιμανιού.

 2η ενότητα: «Ό,τι απ’ όλα... του Παναΐτ Ιστράτη»: Η γνωριμία του αφηγητή με το Ζορμπά.

3η ενότητα: «- Και τι έχεις στον μπόγο;... μη μας κρυώσει»: Η αποκάλυψη της συναισθηματικής σχέσης του Ζορμπά με το σαντούρι του.

 Περιγραφή - Χαρακτηρισμός του Αλέξη Ζορμπά:

 Γενική εικόνα: «πολύ ψηλός και αδύνατος (Τηλέγραφος), μαντράχαλος,κοκαλιάρης».

Μάτια: «περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες».

Χαρακτηριστικά προσώπου: «βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο».

Χαρακτηριστικά προσωπικότητας : ευθύτητα, αφοπλιστική ειλικρίνεια(«Έτσι μου κάπνισε, βρε αδερφέ!»), διάθεση για αστεία και αυτοσαρκαστικά σχόλια («μακρύς μακρύς καλόγερος»), πολυταξιδεμένος Σεβάχ Θαλασσινός, παρορμητικός, επιθετικός («τον σπάζω στο ξύλο»), φιλήδονος και μερακλής, δείχνει ότι του αρέσουν οι απολαύσεις, απαλλαγμένος από τις συμβάσεις της λογικής («Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι, είπε, και να με συμπαθάς»).

Χαρακτηρισμός του αφηγητή:

Στον αφηγητή του ο Νίκος Καζαντζάκης αποδίδει πολλά αυτοβιογραφικά και βιωματικά στοιχεία και άλλα που είναι αποτέλεσμα μυθοπλασίας. Άνθρωπος του πνεύματος («έκλεισα το Ντάντε»), στοχαστικός, συνετός, εξετάζει όλες τις λεπτομέρειες πριν αντιδράσει όπως φαίνεται από τα σχόλια του Ζορμπά («Ζυγιάζεις με το δράμι, ε;», «Πολλά φρόνιμος μου φαίνεσαι»), καταδεκτικός και ευγενικό απέναντι στον άγνωστο λαϊκό τύπο που έχει μπροστά του, τον κερνάει («παίρνεις ένα φασκόμηλο;»). Αναζητά τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς («είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς για το νου του ανθρώπου»). Η παιδεία του αφηγητή και οι ευγενικοί του τρόποι έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον αυθορμητισμό του λαϊκού τύπου που ενσαρκώνει ο Ζορμπάς. (Περιγραφή για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τουαφηγητή δεν έχουμε).



Αφηγηματικές Τεχνικές:

α. Περιγραφή τόπου-σκηνικό: «κόντευε να ξημερώσει, έβρεχε, φυσούσε σοροκάδα, μύριζε ανθρώπινη βόχα και φασκόμηλο, κρύο, παχνισμένα τζάμια. Πέντ’ έξι θαλασσινοί ξενυχτισμένοι... έπιναν καφέδες, οι ψαράδες περίμεναν»...

Περιγραφή Ζορμπά: «πολύ ψηλός και αδύνατος, μαντράχαλος κοκαλιάρης,μάτια περγελαστικά, θλιμμένα, ανήσυχα, όλο φλόγα, το μάτι του ήταν καρφωμένο πάνω μου μικρό, στρογγυλό κατάμαυρο με κόκκινες φλεβίτσες... βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, ψαρά κατσαρωμένα μαλλιά, πρόσωπο γεμάτο ζάρες, σκαλισμένο, σαρακοφαγωμένο».

β. Αφήγηση - Διάλογος: Η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο («τον πρωτογνώρισα», «έβαλα τα γέλια») από ένα ομοδιηγητικό αφηγητή που «βλέπει» και σχολιάζει, δραματοποιημένο (συμμετέχει στα γεγονότα που αφηγείται) και η εστίαση είναι εσωτερική (Αφηγητής = Πρόσωπα).

Τάξη - Σειρά:

Ομαλή γραμμική , τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη σειρά που γίνονται μέσα στην σκηνοθεσία του παρόντος. Μέσα, όμως, από τις απαντήσεις του Ζορμπά οδηγούμαστε σε παλιότερες χρονικές βαθμίδες (αναδρομικές αφηγήσεις).

1η αναδρομική αφήγηση: Όταν παίρνει το λόγο ο Ζορμπάς για να απαντήσει στην ερώτηση «πού δούλευες τώρα τελευταία;» αφηγείται το περιστατικό του ξυλοδαρμού του αφεντικού του που έχει συμβεί σε προγενέστερη χρονική βαθμίδα (το περασμένο Σαββατοκύριακο).

 2η αναδρομική αφήγηση: Στην ερώτηση «πώς έμαθες σαντούρι;» ο Ζορμπάς μας πηγαίνει στα 20 του χρόνια και αφηγείται το γεγονός που τον έκανε να μάθει σαντούρι και τη γνωριμία με το δάσκαλο του σαντουριού. Μέσα στην αφήγηση εγκλωβίζεται ο διάλογος του Ζορμπά με τον πατέρα του αλλά και με τον Τούρκο δάσκαλό του. Το αποτέλεσμα της τεχνικής αυτής είναι η ζωντάνια, η παραστατικότητα και η αληθοφάνεια. Ο Ζορμπάς συχνά κάνει αυτοσαρκαστικά σχόλια όταν μιλά για τις παρελθοντικές του επιλογές («ήθελα παντριγιά ο ερίφης»).

 3η αναδρομική αφήγηση: Στην ερώτηση «παντρεύτηκες;» ο Ζορμπάς μας μιλά και σχολιάζει τις προσωπικές του επιλογές για τη δημιουργία οικογένειας («Άνθρωπος, πάει να πει στραβός») και την κατρακύλα του.

Ο συγγραφέας, στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου βάζει τον πρωτοπρόσωπο αφηγητή του να κάνει διάλογο με το Ζορμπά και παράλληλα να σχολιάζει την εμφάνιση και τη συμπεριφορά του συνομιλητή του («φιλήδονος, συλλογίστηκα, μερακλής...»). Ο διάλογος προσθέτει παραστατικότητα, ποικιλία

και θεατρικότητα. Μέσα στο διάλογο δίνονται τα εξωγλωσσικά και τα παραγλωσσικά στοιχεία της ομιλίας («Ο σύντροφός μου σήκωσε τους ώμους,γέλασε»).

Επίσης, διακρίνουμε και μια πρόδρομη αφήγηση (αναφέρεται σε μεταγενέστερη χρονική βαθμίδα) εκεί όπου λέει ο αφηγητής: «Δε θα ’ταν άσκημο να τον πάρω μαζί μου στο μακρινό έρημο ακρογιάλι. Σούπες, γέλια, κουβέντες...» (αυτό είναι προσήμανση για όλα όσα θα ζήσουν στην Κρήτη οι δυο άντρες). Οι ρηματικοί χρόνοι είναι ιστορικοί: αόριστος («τον πρωτογνώρισα»), παρατατικός («φυσούσε»), υπερσυντέλικος («είχαν βρει»).



 Η σχέση του Ζορμπά με το σαντούρι του:

Από τη στιγμή που το πρωτοάκουσε στα είκοσί του χρόνια, πιάστηκε η αναπνοή του, δεν μπορούσε να φάει, τσακώθηκε με τον πατέρα του που αντιδρούσε, ξόδεψε τα λιγοστά παραδάκια του και αγόρασε ένα σαντούρι. Πήγε στη Θεσσαλονίκη, βρήκε δάσκαλο, έκατσε μαζί του ένα χρόνο και έμαθε να παίζει. Όταν έχει στενοχώριες, ή τον ζορίζει η φτώχεια παίζει σαντούρι και αλαφρώνει. Όταν έκανε οικογένεια τα βάσανα δεν τον άφηναν να εκφραστεί γιατί το σαντούρι θέλει καλή καρδιά, αφοσίωση, αυτοσυγκέντρωση. Όταν αργότερα άνοιξε το σακούλι έβγαλε ένα μαγληνό σαντούρι, τα δάχτυλά του το χάιδεψαν τρυφερά σα να χάιδευαν γυναίκα και το τύλιξε όπως τυλίγουμε αγαπημένο σώμα μη μας κρυώσει.

 Η γλώσσα του κειμένου:

 Καλοδουλεμένη, αποδίδει με ζωντανό και παραστατικό τρόπο τις γλωσσικές  επιλογές (ιδιόλεκτοι) των προσώπων. Όταν αφηγείται, περιγράφει ή σχολιάζει ο στοχαστικός αφηγητής το επίπεδο του ύφους είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την προφορικότητα του ύφους του Ζορμπά. Για παράδειγμα: «Τα ψάρια, παραζαλισμένα από τα χτυπήματα της φουρτούνας, είχαν βρει καταφύγι χαμηλά στα ήσυχα νερά», «είχα διαβάσει πολλούς ορισμούς του νου του ανθρώπου»...

Ο Ζορμπάς παραδέχεται: «Με λένε και Τηλέγραφο, για να με πειράξουν που ’μαι μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου» και «από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία», λαϊκές εκφράσεις που δείχνουν τη λαϊκή αφετηρία του ΑλέξηΖορμπά.

Στο απόσπασμα συναντάμε ιδιωτισμούς: «μου κάπνισε», «να πάν’ οι πίκρες κάτω». [Ιδιωτισμός: έκφραση με ιδιαίτερη σημασία ή σύνταξη που λέγεται σε μια γλώσσα, π.χ. «μαλλιά κουβάρια», «φωτιά και λάβρα», «άρον άρον»: λαϊκοί / λόγιοι ιδιωτισμοί. Οι ιδιωτισμοί είναι στοιχεία εκφραστικά και αναντικατάστατα, που πλουτίζουν την κοινή γλώσσα. Διαφορετικό από το ιδιωματισμός].

Αίνιγμα: «μακρύς μακρύς καλόγερος και πίτα η κεφαλή μου». [Αίνιγμα: η αναφορά των ιδιοτήτων και των γνωρισμάτων ενός αντικείμενου, χωρίς ν’ αναφέρεται το ίδιο το αντικείμενο. Η περιγραφή είναι τέτοια, ώστε οδηγεί τον ακροατή ή τον αναγνώστη στην ανακάλυψη του αντικείμενου].

Την παροιμιακή φράση: «Από της μυλωνούς τον πισινό ζητάς ορθογραφία».

[Παροιμιακές είναι οι φράσεις που κρύβουν διάφορες αλήθειες σχετικές με την κοινωνική, τη θρησκευτική, την πολιτική κ.λπ. ζωή του ανθρώπου].

Εκφραστικά μέσα:

 Μεταφορές: «στο πρόσωπο του νερού, μάτια που σπίθιζαν»...

Σχήμα κύκλου: «Όλες τις δουλειές... όλες».

 Ασύνδετο: «Βουλιαγμένα μάγουλα, χοντρή μασέλα, εξογκωμένα ζυγωματικά»...

Αντίθεση: «κάτεχαν να δουλεύουν τον κασμά και το σαντούρι»...

 Παρομοίωση: «σα να ’γδυναν γυναίκα»...

 Μετωνυμία: «Έκλεισα το Ντάντε».

  1. http://katerinapothou.blogspot.com/2019/06/blog-post_95.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου