Η κλίση του ρήματος
λύνω, λύνομαι
χτυπώ, χτυπιέμαι
θεωρώ, θεωρούμαι
Α συζυγία Ενεργητική φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
λύν-ω λύν-εις λύν-ει λύν-ουμεή λύν-ομε λύν-ετε λύν-ουν(ε) | να λύν-ω να λύν-εις να λύν-ει να λύν-ουμε να λύν-ετε να λύν-ουν(ε) | λύν-ε λύν-ετε | |
Μετοχή ενεστώτα | λύν-οντας | ||
έλυν-α έλυν-ες έλυν-ε λύν-αμε λύν-ατε έλυν-αν | να έλυν-α να έλυν-ες να έλυν-ε να λύν-αμε να λύν-ατε να έλυν-αν | ||
θα λύν-ω θα λύν-εις θα λύν-ει θα λύν-ουμε θα λύν-ετε θα λύν-ουν(ε) | |||
έλυσ-α έλυσ-ες έλυσ-ε λύσ-αμε λύσ-ατε έλυσ-αν | να λύσ-ω να λύσ-εις να λύσ-ει να λύσ-ουμε να λύσ-ετε να λύσ-ουν (ε) | λύσ-ε λύ-στε | |
Απαρέμφατο αορίστου: | λύσ-ει | ||
θα λύσ-ω θα λύσ-εις θα λύσ-ει θα λύσ-ουμε θα λύσ-ετε θα λύσ-ουν (ε) | |||
έχω λύσ-ει έχεις λύσ-ει έχει λύσ-ει έχουμε λύσ-ει έχετε λύσ-ει έχουν λύσ-ει | να έχω λύσ-ει ή να έχεις λύσ-ει να έχει λύσ-ει να έχουμε λύσ-ει να έχετε λύσ-ει να έχουν λύσ-ει | ||
είχα λύσ-ει είχες λύσ-ει είχε λύσ-ει είχαμε λύσ-ει είχατε λύσ-ει είχαν λύσ-ει | να είχα λύσ-ει να είχες λύσ-ει να είχε λύσ-ει να είχαμε λύσ-ει να είχατε λύσ-ει να είχαν λύσ-ει | ||
θα έχω λύσ-ει θα έχεις λύσ-ει θα έχει λύσ-ει θα έχουμε λύσ-ει θα έχετε λύσ-ει θα έχουν λύσ-ει |
Α συζυγία Παθητική Φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
λύν-ομαι λύν-εσαι λύν-εται λυν-όμαστε λύν-εστε λύν-ονται | να λύν-ομαι να λύν-εσαι να λύν-εται να λύν-όμαστε να λύν-εστε να λύν-ονται | (λύν-ου) (λύν-εστε) | |
λυν-όμουν (α) λυν-όσουν (α) λυν-όταν(ε) λυν-όμασταν λυν-όσασταν λύν-ονταν | να λυν-όμουν(α) να λυν-όσουν(α) να λυν-όταν(ε) να λυν-όμασταν να λυν-όσασταν να λύν-ονταν | ||
θα λύν-ομαι θα λύν-εσαι θα λύν-εται θα λυν-όμαστε θα λύν-εστε θα λύν-ονται | |||
λύ-θη-κα λύ-θη-κες λύ-θη-κε λυ-θή-καμε λυ-θή-κατε λύ-θη-καν | να λυθ-ώ να λυθ-είς να λυθ-εί να λυθ-ούμε να λυθ-είτε να λυθ-ούν | λύσ-ου λυ-θείτε | |
Απαρέμφατο αορίστου: | λυ-θεί | ||
θα λυθ-ώ θα λυθ-είς θα λυθ-εί θα λυθ-ούμε θα λυθ-είτε θα λυθ-ούν | |||
έχω λυ-θεί έχεις λυ-θεί έχει λυ-θεί έχουμε λυ-θεί έχετε λυ-θεί έχουν λυ-θεί | να έχω λυ-θεί να έχεις λυ-θεί να έχει λυ-θεί να έχουμε λυ-θεί να έχετε λυ-θεί να έχουν λυ-θεί | ||
Μετοχή παρακειμένου: | λυμένος, η, ο | ||
είχα λυ-θεί είχες λυ-θεί είχε λυ-θεί είχαμε λυ-θεί είχατε λυ-θεί είχαν λυ-θεί | να είχα λυ-θεί να είχες λυ-θεί να είχε λυ-θεί να είχαμε λυ-θεί να είχατε λυ-θεί να είχαν λυ-θεί | ||
θα έχω λυ-θεί θα έχεις λυ-θεί θα έχει λυ-θεί θα έχουμε λυ-θεί θα έχετε λυ-θεί θα έχουν λυ-θεί |
Β συζυγία α΄ τάξη ενεργητική φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
χτυπ-ώ χτυπ-άς χτυπ-ά χτυπ-άμε χτυπ-άτε χτυπ-ούν(ε) | να χτυπ-ώ να χτυπ-άς να χτυπ-ά να χτυπ-άμε να χτυπ-άτε να χτυπ-ούν(ε) | χτύπ-α χτυπ-άτε | |
Μετοχή ενεστώτα | χτυπ-ώντας | ||
χτυπ-ούσα χτυπ-ούσες χτυπ-ούσε χτυπ-ούσαμε χτυπ-ούσατε χτυπ-ούσαν | να χτυπ-ούσα να χτυπ-ούσες να χτυπ-ούσε να χτυπ-ούσαμε να χτυπ-ούσατε να χτυπ-ούσαν | ||
θα χτυπ-ώ θα χτυπ-άς θα χτυπ-ά θα χτυπ-άμε θα χτυπ-άτε θα χτυπ-ούν(ε) | |||
χτύπ-ησα χτύπ-ησες χτύπ-ησε χτυπ-ήσαμε χτυπ-ήσατε χτύπ-ησαν | να χτυπ-ήσω να χτυπ-ήσεις να χτυπ-ήσει να χτυπ-ήσουμε να χτυπ-ήσετε να χτυπ-ήσουν(ε) | χτύπ-ησε χτυπ-ήστε | |
Απαρέμφατο αορίστου: | χτυπ-ήσει | ||
θα χτυπ-ήσω θα χτυπ-ήσεις θα χτυπ-ήσει θα χτυπ-ήσουμε θα χτυπ-ήσετε θα χτυπ-ήσουν(ε) | |||
έχω χτυπήσει έχεις χτυπήσει έχει χτυπήσει έχουμε χτυπήσει έχετε χτυπήσει έχουν χτυπήσει | να έχω χτυπήσει να έχεις χτυπήσει να έχει χτυπήσει να έχουμε χτυπήσει να έχετε χτυπήσει να έχουν χτυπήσει | ||
είχα χτυπήσει είχες χτυπήσει είχε χτυπήσει είχαμε χτυπήσει είχατε χτυπήσει είχαν χτυπήσει | να είχα χτυπήσει να είχες χτυπήσει να είχε χτυπήσει να είχαμε χτυπήσει να είχατε χτυπήσει να είχαν χτυπήσει | ||
θα έχω χτυπήσει θα έχεις χτυπήσει θα έχει χτυπήσει θα έχουμε χτυπήσει θα έχετε χτυπήσει θα έχουν(ε) χτυπήσει |
Β συζυγία α΄ τάξη παθητική φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
χτυπ-ιέμαι χτυπ-ιέσαι χτυπ-ιέται χτυπ-ιόμαστε χτυπ-ιέστε χτυπ-ιούνται | να χτυπ-ιέμαι να χτυπ-ιέσαι να χτυπ-ιέται να χτυπ-ιόμαστε να χτυπ-ιέστε να χτυπ-ιούνται | ||
χτυπ-ιόμουν(α) χτυπ-ιόσουν(α) χτυπ-ιόταν(ε) χτυπ-ιόμασταν χτυπ-ιόσασταν χτυπ-ιούνταν(ε) | να χτυπ-ιόμουν(α) να χτυπ-ιόσουν(α) να χτυπ-ιόταν(ε) να χτυπ-ιόμασταν να χτυπ-ιόσασταν να χτυπ-ιούνταν(ε) | ||
θα χτυπ-ιέμαι θα χτυπ-ιέσαι θα χτυπ-ιέται θα χτυπ-ιόμαστε θα χτυπ-ιέστε θα χτυπ-ιούνται | |||
χτυπ-ήθηκα χτύπ-ήθηκες χτύπ-ήθηκε χτυπ-ηθήκαμε χτυπ-ηθήκατε χτύπ-ήθηκαν | να χτυπ-ηθώ να χτυπ-ηθείς να χτυπ-ηθεί να χτυπ-ηθούμε να χτυπ-ηθείτε να χτυπ-ηθούν(ε) | χτυπ-ήσου χτυπ-ηθείτε | |
Απαρέμφατο αορίστου: | χτυπ-ηθεί | ||
θα χτυπ-ηθώ θα χτυπ-ηθείς θα χτυπ-ηθεί θα χτυπ-ηθούμε θα χτυπ-ηθείτε θα χτυπ-ηθούν(ε) | |||
έχω χτυπηθεί έχεις χτυπηθεί έχει χτυπηθεί έχουμε χτυπηθεί έχετε χτυπηθεί έχουν χτυπηθεί | να έχω χτυπηθεί να έχεις χτυπηθεί να έχει χτυπηθεί να έχουμε χτυπηθεί να έχετε χτυπηθεί να έχουν χτυπηθεί | ||
Μετοχή παρακειμένου | χτυπημένος, η, ο | ||
είχα χτυπηθεί είχες χτυπηθεί είχε χτυπηθεί είχαμε χτυπηθεί είχατε χτυπηθεί είχαν χτυπηθεί | να είχα χτυπηθεί να είχες χτυπηθεί να είχε χτυπηθεί να είχαμε χτυπηθεί να είχατε χτυπηθεί να είχαν χτυπηθεί | ||
θα έχω χτυπηθεί θα έχεις χτυπηθεί θα έχει χτυπηθεί θα έχουμε χτυπηθεί θα έχετε χτυπηθεί θα έχουν χτυπηθεί |
Β συζυγία β΄΄ τάξη ενεργητική φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
θεωρ-ώ θεωρ-είς θεωρ-εί θεωρ-ούμε θεωρ-είτε θεωρ-ούν(ε) | να θεωρ-ώ να θεωρ-είς να θεωρ-εί να θεωρ-ούμε να θεωρ-είτε να θεωρ-ούν(ε) | θεωρ-είτε | |
Μετοχή ενεστώτα | θεωρ-ώντας | ||
θεωρ-ούσα θεωρ-ούσες θεωρ-ούσε θεωρ-ούσαμε θεωρ-ούσατε θεωρ-ούσαν | να θεωρ-ούσα να θεωρ-ούσες να θεωρ-ούσε να θεωρ-ούσαμε να θεωρ-ούσατε να θεωρ-ούσαν | ||
θα θεωρ-ώ θα θεωρ-είς θα θεωρ-εί θα θεωρ-ούμε θα θεωρ-είτε θα θεωρ-ούν(ε) | |||
θεώρ-ησα θεώρ-ησες θεώρ-ησε θεωρ-ήσαμε θεωρ-ήσατε θεώρ-ησαν | να θεωρ-ήσω να θεωρ-ήσεις να θεωρ-ήσει να θεωρ-ήσουμε να θεωρ-ήσετε να θεωρ-ήσουν(ε) | θεώρ-ησε θεωρ-ήστε | |
Απαρέμφατο αορίστου | θεωρ-ήσει | ||
θα θεωρ-ήσω θα θεωρ-ήσεις θα θεωρ-ήσει θα θεωρ-ήσουμε θα θεωρ-ήσετε θα θεωρ-ήσουν(ε) | |||
έχω θεωρήσει έχεις θεωρήσει έχει θεωρήσει έχουμε θεωρήσει έχετε θεωρήσει έχουν θεωρήσει | να έχω θεωρήσει να έχεις θεωρήσει να έχει θεωρήσει να έχουμε θεωρήσει να έχετε θεωρήσει να έχουν θεωρήσειο | ||
είχα θεωρήσει είχες θεωρήσει είχε θεωρήσει είχαμε θεωρήσει είχατε θεωρήσει είχαν θεωρήσει | να είχα θεωρήσει να είχες θεωρήσει να είχε θεωρήσει να είχαμε θεωρήσει να είχατε θεωρήσει να είχαν θεωρήσει | ||
θα έχω θεωρήσει θα έχεις θεωρήσει θα έχει θεωρήσει θα έχουμε θεωρήσει θα έχετε θεωρήσει θα έχουν θεωρήσει |
Β συζυγία β΄ τάξη παθητική φωνή
Οριστική | Υποτακτική | Προστακτική | |
θεωρ-ούμαι θεωρ-είσαι θεωρ-είται θεωρ-ούμαστε θεωρ-είστε θεωρ-ούνται | να θεωρ-ούμαι να θεωρ-είσαι να θεωρ-είται να θεωρ-ούμαστε να θεωρ-είστε να θεωρ-ούνται | ||
θεωρ-ούμουν(α) θεωρ-ούσουν(α) θεωρ-ούνταν(ε) θεωρ-ούμασταν θεωρ-ούσασταν θεωρ-ούνταν(ε) | να θεωρ-ιόμουν(α) να θεωρ-ιόσουν(α) να θεωρ-ιόταν(ε) να θεωρ-ιόμασταν να θεωρ-ιόσασταν να θεωρ-ιούνταν(ε) | ||
θα θεωρ-ούμαι θα θεωρ-είσαι θα θεωρ-είται θα θεωρ-ούμαστε θα θεωρ-είστε θα θεωρ-ούνται | |||
θεωρ-ήθηκα θεωρ-ήθηκες θεωρ-ήθηκε θεωρ-ηθήκαμε θεωρ-ηθήκατε θεωρ-ήθηκαν | να θεωρ-ηθώ να θεωρ-ηθείς να θεωρ-ηθεί να θεωρ-ηθούμε να θεωρ-ηθείτε να θεωρ-ηθούν(ε) | θεωρ-ήσου θεωρ-ηθείτε | |
Απαρέμφατο αορίστου: | θεωρ-ηθεί | ||
θα θεωρ-ηθώ θα θεωρ-ηθείς θα θεωρ-ηθεί θα θεωρ-ηθούμε θα θεωρ-ηθείτε θα θεωρ-ηθούν(ε) | |||
έχω θεωρηθεί έχεις θεωρηθεί έχει θεωρηθεί έχουμε θεωρηθεί έχετε θεωρηθεί έχουν θεωρηθεί | να έχω θεωρηθεί να έχεις θεωρηθεί να έχει θεωρηθεί να έχουμε θεωρηθεί να έχετε θεωρηθεί να έχουν θεωρηθεί | ||
Μετοχή παρακειμένου | θεωρημένος, η, ο | ||
είχα θεωρηθεί είχες θεωρηθεί είχε θεωρηθεί είχαμε θεωρηθεί είχατε θεωρηθεί είχαν θεωρηθεί | να είχα θεωρηθεί να είχες θεωρηθεί να είχε θεωρηθεί να είχαμε θεωρηθεί να είχατε θεωρηθεί να είχαν θεωρηθεί | ||
θα έχω θεωρηθεί θα έχεις θεωρηθεί θα έχει θεωρηθεί θα έχουμε θεωρηθεί θα έχετε θεωρηθεί θα έχουν θεωρηθεί |
Από το
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20Nea/klisi-rimatos-NE.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου