Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Κλίση ρήματος Νέα ελληνικά (λύνω, χτυπώ, θεωρώ)

  Η κλίση του ρήματος

λύνω, λύνομαι

χτυπώ, χτυπιέμαι

θεωρώ, θεωρούμαι



Α συζυγία     Ενεργητική φωνή

 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
λύν-ω
λύν-εις
λύν-ει
λύν-ουμεή λύν-ομε
λύν-ετε
λύν-ουν(ε) 
να λύν-ω
να λύν-εις
να λύν-ει
να λύν-ουμε 
να λύν-ετε
να λύν-ουν(ε) 
 
λύν-ε
 
 
λύν-ετε
Μετοχή ενεστώταλύν-οντας 
έλυν-α
έλυν-ες
έλυν-ε
λύν-αμε
λύν-ατε
έλυν-αν 
να έλυν-α
να έλυν-ες
να έλυν-ε
να λύν-αμε
να λύν-ατε
να έλυν-αν 
 
θα λύν-ω
θα λύν-εις
θα λύν-ει
θα λύν-ουμε 
θα λύν-ετε
θα λύν-ουν(ε) 
  
έλυσ-α
έλυσ-ες
έλυσ-ε
λύσ-αμε
λύσ-ατε
έλυσ-αν  
να λύσ-ω 
να λύσ-εις
να λύσ-ει
να λύσ-ουμε 
να λύσ-ετε
να λύσ-ουν (ε) 
 
λύσ-ε
 
 
λύ-στε
Απαρέμφατο αορίστου:λύσ-ει 
θα λύσ-ω
θα λύσ-εις
θα λύσ-ει
θα λύσ-ουμε 
θα λύσ-ετε
θα λύσ-ουν (ε) 
  
έχω λύσ-ει 
έχεις λύσ-ει
έχει λύσ-ει
έχουμε λύσ-ει
έχετε λύσ-ει
έχουν λύσ-ει
να έχω λύσ-ει ή 
να έχεις λύσ-ει
να έχει λύσ-ει
να έχουμε λύσ-ει
να έχετε λύσ-ει
να έχουν λύσ-ει
 
είχα λύσ-ει 
είχες λύσ-ει
είχε λύσ-ει
είχαμε λύσ-ει
είχατε λύσ-ει
είχαν λύσ-ει
να είχα λύσ-ει 
να είχες λύσ-ει
να είχε λύσ-ει
να είχαμε λύσ-ει
να είχατε λύσ-ει
να είχαν λύσ-ει
 
θα έχω λύσ-ει 
θα έχεις λύσ-ει
θα έχει λύσ-ει
θα έχουμε λύσ-ει
θα έχετε λύσ-ει
θα έχουν λύσ-ει
  

 Α συζυγία Παθητική Φωνή


 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
λύν-ομαι
λύν-εσαι
λύν-εται
λυν-όμαστε
λύν-εστε  
λύν-ονται
να λύν-ομαι
να λύν-εσαι
να λύν-εται
να λύν-όμαστε
να λύν-εστε 
να λύν-ονται
 
(λύν-ου)
 
 
(λύν-εστε)
λυν-όμουν (α)
λυν-όσουν (α)
λυν-όταν(ε)
λυν-όμασταν 
λυν-όσασταν
λύν-ονταν 
να λυν-όμουν(α)
να λυν-όσουν(α)
να λυν-όταν(ε)
να λυν-όμασταν 
να λυν-όσασταν 
να λύν-ονταν 
 
θα λύν-ομαι
θα λύν-εσαι
θα λύν-εται
θα λυν-όμαστε
θα λύν-εστε 
θα λύν-ονται
  
λύ-θη-κα
λύ-θη-κες
λύ-θη-κε
λυ-θή-καμε
λυ-θή-κατε
λύ-θη-καν 
να λυθ-ώ
να λυθ-είς
να λυθ-εί
να λυθ-ούμε
να λυθ-είτε
να λυθ-ούν 
 
λύσ-ου
 
 
λυ-θείτε
 
Απαρέμφατο αορίστου:λυ-θεί 
θα λυθ-ώ
θα λυθ-είς
θα λυθ-εί
θα λυθ-ούμε
θα λυθ-είτε
θα λυθ-ούν 
  
έχω λυ-θεί 
έχεις λυ-θεί
έχει λυ-θεί
έχουμε λυ-θεί
έχετε λυ-θεί
έχουν λυ-θεί
να έχω λυ-θεί 
να έχεις λυ-θεί
να έχει λυ-θεί
να έχουμε λυ-θεί
να έχετε λυ-θεί
να έχουν λυ-θεί 
 
Μετοχή παρακειμένου:λυμένος, η, ο 
είχα λυ-θεί  
είχες λυ-θεί
είχε λυ-θεί
είχαμε λυ-θεί
είχατε λυ-θεί
είχαν λυ-θεί
να είχα λυ-θεί 
να είχες λυ-θεί
να είχε λυ-θεί
να είχαμε λυ-θεί
να είχατε λυ-θεί
να είχαν λυ-θεί
 
θα έχω λυ-θεί 
θα έχεις λυ-θεί
θα έχει λυ-θεί
θα έχουμε λυ-θεί
θα έχετε λυ-θεί
θα έχουν λυ-θεί
  


Β συζυγία α΄ τάξη   ενεργητική φωνή

 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
χτυπ-ώ 
χτυπ-άς
χτυπ-ά 
χτυπ-άμε 
χτυπ-άτε
χτυπ-ούν(ε) 
να χτυπ-ώ 
να χτυπ-άς
να χτυπ-ά 
να χτυπ-άμε 
να χτυπ-άτε
να χτυπ-ούν(ε) 
 
χτύπ-α
 
 
χτυπ-άτε
Μετοχή ενεστώταχτυπ-ώντας 
χτυπ-ούσα 
χτυπ-ούσες
χτυπ-ούσε
χτυπ-ούσαμε
χτυπ-ούσατε
χτυπ-ούσαν
να χτυπ-ούσα 
να χτυπ-ούσες
να χτυπ-ούσε
να χτυπ-ούσαμε
να χτυπ-ούσατε
να χτυπ-ούσαν
 
θα χτυπ-ώ 
θα χτυπ-άς
θα χτυπ-ά 
θα χτυπ-άμε 
θα χτυπ-άτε
θα χτυπ-ούν(ε) 
  
χτύπ-ησα
χτύπ-ησες
χτύπ-ησε
χτυπ-ήσαμε
χτυπ-ήσατε
χτύπ-ησαν 
να χτυπ-ήσω
να χτυπ-ήσεις
να χτυπ-ήσει
να χτυπ-ήσουμε
να χτυπ-ήσετε
να χτυπ-ήσουν(ε)
 
χτύπ-ησε
 
 
χτυπ-ήστε
Απαρέμφατο αορίστου:χτυπ-ήσει 
θα χτυπ-ήσω
θα χτυπ-ήσεις
θα χτυπ-ήσει
θα χτυπ-ήσουμε
θα χτυπ-ήσετε
θα χτυπ-ήσουν(ε)
  
έχω χτυπήσει 
έχεις χτυπήσει
έχει χτυπήσει
έχουμε χτυπήσει
έχετε χτυπήσει
έχουν χτυπήσει
να έχω χτυπήσει 
να έχεις χτυπήσει
να έχει χτυπήσει
να έχουμε χτυπήσει
να έχετε χτυπήσει
να έχουν χτυπήσει
 
είχα χτυπήσει 
είχες χτυπήσει
είχε χτυπήσει
είχαμε χτυπήσει
είχατε χτυπήσει
είχαν χτυπήσει
να είχα χτυπήσει  
να είχες χτυπήσει
να είχε χτυπήσει
να είχαμε χτυπήσει
να είχατε χτυπήσει
να είχαν χτυπήσει
 
θα έχω χτυπήσει 
θα έχεις χτυπήσει
θα έχει χτυπήσει
θα έχουμε χτυπήσει
θα έχετε χτυπήσει
θα έχουν(ε) χτυπήσει
  

 Β συζυγία α΄ τάξη παθητική φωνή


 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
χτυπ-ιέμαι
χτυπ-ιέσαι
χτυπ-ιέται
χτυπ-ιόμαστε
χτυπ-ιέστε 
χτυπ-ιούνται 
να χτυπ-ιέμαι
να χτυπ-ιέσαι
να χτυπ-ιέται
να χτυπ-ιόμαστε
να χτυπ-ιέστε 
να χτυπ-ιούνται 
 
χτυπ-ιόμουν(α)
χτυπ-ιόσουν(α)
χτυπ-ιόταν(ε)
χτυπ-ιόμασταν 
χτυπ-ιόσασταν 
χτυπ-ιούνταν(ε) 
να χτυπ-ιόμουν(α)
να χτυπ-ιόσουν(α)
να χτυπ-ιόταν(ε)
να χτυπ-ιόμασταν 
να χτυπ-ιόσασταν 
να χτυπ-ιούνταν(ε) 
 
θα χτυπ-ιέμαι
θα χτυπ-ιέσαι
θα χτυπ-ιέται
θα χτυπ-ιόμαστε
θα χτυπ-ιέστε 
θα χτυπ-ιούνται 
  
χτυπ-ήθηκα
χτύπ-ήθηκες
χτύπ-ήθηκε
χτυπ-ηθήκαμε
χτυπ-ηθήκατε
χτύπ-ήθηκαν 
να χτυπ-ηθώ
να χτυπ-ηθείς
να χτυπ-ηθεί
να χτυπ-ηθούμε
να χτυπ-ηθείτε
να χτυπ-ηθούν(ε)
 
χτυπ-ήσου
 
 
χτυπ-ηθείτε
Απαρέμφατο αορίστου:χτυπ-ηθεί 
θα χτυπ-ηθώ
θα χτυπ-ηθείς
θα χτυπ-ηθεί
θα χτυπ-ηθούμε
θα χτυπ-ηθείτε
θα χτυπ-ηθούν(ε)
  
έχω χτυπηθεί 
έχεις χτυπηθεί
έχει χτυπηθεί
έχουμε χτυπηθεί
έχετε χτυπηθεί
έχουν χτυπηθεί
να έχω χτυπηθεί 
να έχεις χτυπηθεί
να έχει χτυπηθεί
να έχουμε χτυπηθεί
να έχετε χτυπηθεί
να έχουν χτυπηθεί
 
Μετοχή παρακειμένουχτυπημένος, η, ο 
είχα χτυπηθεί 
είχες χτυπηθεί
είχε χτυπηθεί
είχαμε χτυπηθεί
είχατε χτυπηθεί
είχαν χτυπηθεί
να είχα χτυπηθεί 
να είχες χτυπηθεί
να είχε χτυπηθεί
να είχαμε χτυπηθεί
να είχατε χτυπηθεί
να είχαν χτυπηθεί
 
θα έχω χτυπηθεί 
θα έχεις χτυπηθεί
θα έχει χτυπηθεί
θα έχουμε χτυπηθεί
θα έχετε χτυπηθεί
θα έχουν χτυπηθεί
  

Β συζυγία β΄΄ τάξη ενεργητική φωνή


 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
θεωρ-ώ
θεωρ-είς
θεωρ-εί
θεωρ-ούμε
θεωρ-είτε
θεωρ-ούν(ε)
να θεωρ-ώ
να θεωρ-είς
να θεωρ-εί
να θεωρ-ούμε
να θεωρ-είτε
να θεωρ-ούν(ε)
 
 
 
 
θεωρ-είτε
Μετοχή ενεστώταθεωρ-ώντας 
θεωρ-ούσα
θεωρ-ούσες
θεωρ-ούσε
θεωρ-ούσαμε
θεωρ-ούσατε
θεωρ-ούσαν
να θεωρ-ούσα
να θεωρ-ούσες
να θεωρ-ούσε
να θεωρ-ούσαμε
να θεωρ-ούσατε
να θεωρ-ούσαν
 
θα θεωρ-ώ
θα θεωρ-είς
θα θεωρ-εί
θα θεωρ-ούμε
θα θεωρ-είτε
θα θεωρ-ούν(ε)
  
θεώρ-ησα
θεώρ-ησες
θεώρ-ησε
θεωρ-ήσαμε
θεωρ-ήσατε
θεώρ-ησαν 
να θεωρ-ήσω
να θεωρ-ήσεις
να θεωρ-ήσει
να θεωρ-ήσουμε
να θεωρ-ήσετε
να θεωρ-ήσουν(ε)
 
θεώρ-ησε
 
 
θεωρ-ήστε
Απαρέμφατο αορίστουθεωρ-ήσει 
θα θεωρ-ήσω
θα θεωρ-ήσεις
θα θεωρ-ήσει
θα θεωρ-ήσουμε
θα θεωρ-ήσετε
θα θεωρ-ήσουν(ε)
  
έχω θεωρήσει 
έχεις θεωρήσει
έχει θεωρήσει
έχουμε θεωρήσει
έχετε θεωρήσει
έχουν θεωρήσει
να έχω θεωρήσει 
να έχεις θεωρήσει
να έχει θεωρήσει
να έχουμε θεωρήσει
να έχετε θεωρήσει
να έχουν θεωρήσειο
 
είχα θεωρήσει 
είχες θεωρήσει
είχε θεωρήσει
είχαμε θεωρήσει
είχατε θεωρήσει
είχαν θεωρήσει
να είχα θεωρήσει 
να είχες θεωρήσει
να είχε θεωρήσει
να είχαμε θεωρήσει
να είχατε θεωρήσει
να είχαν θεωρήσει
 
θα έχω θεωρήσει 
θα έχεις θεωρήσει
θα έχει θεωρήσει
θα έχουμε θεωρήσει
θα έχετε θεωρήσει
θα έχουν θεωρήσει
  

Β συζυγία β΄ τάξη παθητική φωνή

 ΟριστικήΥποτακτικήΠροστακτική
θεωρ-ούμαι
θεωρ-είσαι
θεωρ-είται
θεωρ-ούμαστε
θεωρ-είστε
θεωρ-ούνται
να θεωρ-ούμαι
να θεωρ-είσαι
να θεωρ-είται
να θεωρ-ούμαστε
να θεωρ-είστε
να θεωρ-ούνται
 
θεωρ-ούμουν(α)
θεωρ-ούσουν(α)
θεωρ-ούνταν(ε)
θεωρ-ούμασταν 
θεωρ-ούσασταν 
θεωρ-ούνταν(ε) 
να θεωρ-ιόμουν(α)
να θεωρ-ιόσουν(α)
να θεωρ-ιόταν(ε)
να θεωρ-ιόμασταν 
να θεωρ-ιόσασταν 
να θεωρ-ιούνταν(ε) 
 
θα θεωρ-ούμαι
θα θεωρ-είσαι
θα θεωρ-είται
θα θεωρ-ούμαστε
θα θεωρ-είστε
θα θεωρ-ούνται
  
θεωρ-ήθηκα
θεωρ-ήθηκες
θεωρ-ήθηκε
θεωρ-ηθήκαμε
θεωρ-ηθήκατε
θεωρ-ήθηκαν 
να θεωρ-ηθώ
να θεωρ-ηθείς
να θεωρ-ηθεί
να θεωρ-ηθούμε
να θεωρ-ηθείτε
να θεωρ-ηθούν(ε)
 
θεωρ-ήσου
 
 
θεωρ-ηθείτε
Απαρέμφατο αορίστου:θεωρ-ηθεί 
θα θεωρ-ηθώ
θα θεωρ-ηθείς
θα θεωρ-ηθεί
θα θεωρ-ηθούμε
θα θεωρ-ηθείτε
θα θεωρ-ηθούν(ε)
  
έχω θεωρηθεί 
έχεις θεωρηθεί
έχει θεωρηθεί
έχουμε θεωρηθεί
έχετε θεωρηθεί
έχουν θεωρηθεί
να έχω θεωρηθεί 
να έχεις θεωρηθεί
να έχει θεωρηθεί
να έχουμε θεωρηθεί
να έχετε θεωρηθεί
να έχουν θεωρηθεί
 
Μετοχή παρακειμένουθεωρημένος, η, ο 
είχα θεωρηθεί 
είχες θεωρηθεί
είχε θεωρηθεί
είχαμε θεωρηθεί
είχατε θεωρηθεί
είχαν θεωρηθεί
να είχα θεωρηθεί 
να είχες θεωρηθεί
να είχε θεωρηθεί
να είχαμε θεωρηθεί
να είχατε θεωρηθεί
να είχαν θεωρηθεί
 
θα έχω θεωρηθεί 
θα έχεις θεωρηθεί
θα έχει θεωρηθεί
θα έχουμε θεωρηθεί
θα έχετε θεωρηθεί
θα έχουν θεωρηθεί
  

 

 Από το

http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/Yliko/Theoria%20Nea/klisi-rimatos-NE.htm

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου